ναυαγοῦ

ναυαγοῦ
ναυᾱγοῦ , ναυαγέω
suffer shipwreck
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ναυᾱγοῦ , ναυαγέω
suffer shipwreck
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ναυᾱγοῦ , ναυαγός
shipwrecked
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Θειάφης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Εμμανουήλ. Υποπλοίαρχος, ο οποίος τραυματίστηκε κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης σε ναυμαχία και πέθανε από τις πληγές του. 2. Εμμανουήλ. Πυρπολητής, εξάδελφος του προηγούμενου. Διακρίθηκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”